τυχάρπαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]τυχάρπαστος, -η, -ο
- που κατέχει μια θέση χωρίς να έχει τα προσόντα (τυπικά ή μη) και βρέθηκε στη θέση αυτή από τύχη.
- έδωσαν αντιπαροχή το οικόπεδο σε κάποιον τυχάρπαστο εργολάβο και βρέθηκαν να χρωστάνε παντού
- η υπηρεσία αυτή δεν λειτουργεί σωστά· τι περιμένεις αφού στελεχώθηκε από τυχάρπαστους
- πήγα το αμάξι για σέρβις σε έναν τυχάρπαστο και μου έκανε ένα σωρό ζημιές