υγειονομείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υγειονομείο < καθαρεύουσα ὑγειονομεῖον. Συγχρονικά αναλύεται σε υγειονόμος + -είο
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.ʝi.o.noˈmi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐γει‐ο‐νο‐μεί‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υγειονομείο ουδέτερο
- το γραφείο του υγειονόμου
- ※ Ο πρώτος λόγος είναι ότι ο τόπος του λοιμοκαθαρτηρίου συνδέεται με το πατριωτικό αίσθημα του κερκυραϊκού λαού και τον αγώνα που διεξήγαγε κατά την περίοδο της ιταλικής και της γερμανικής κατοχής. O δεύτερος λόγος είναι ότι η λειτουργία του λοιμοκαθαρτηρίου όπως προκύπτει από ιστορικές πηγές ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την υπηρεσία του Υγειονομείου η οποία βρισκόταν στην είσοδο του νέου φρουρίου και συγκεκριμένα στον χώρο της γνωστής μέχρι σήμερα Πόρτας Σπηλέας.
- Στάθης Κουσουνής, Το Λαζαρέτο, μνημείο εθνικής συμφιλίωσης και ιστορικής μνήμης, Η Καθημερινή, 18 Ιανουαρίου 2003
- ※ Ο πρώτος λόγος είναι ότι ο τόπος του λοιμοκαθαρτηρίου συνδέεται με το πατριωτικό αίσθημα του κερκυραϊκού λαού και τον αγώνα που διεξήγαγε κατά την περίοδο της ιταλικής και της γερμανικής κατοχής. O δεύτερος λόγος είναι ότι η λειτουργία του λοιμοκαθαρτηρίου όπως προκύπτει από ιστορικές πηγές ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την υπηρεσία του Υγειονομείου η οποία βρισκόταν στην είσοδο του νέου φρουρίου και συγκεκριμένα στον χώρο της γνωστής μέχρι σήμερα Πόρτας Σπηλέας.
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις υγειονόμος, υγεία και νέμω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υγειονομείο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -είο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)