υπερεισαγγελέας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η υπερεισαγγελέας οι υπερεισαγγελείς
      γενική του
του/της
υπερεισαγγελέα
υπερεισαγγελέως
των υπερεισαγγελέων
    αιτιατική τον/την υπερεισαγγελέα τους/τις υπερεισαγγελείς
     κλητική υπερεισαγγελέα υπερεισαγγελείς
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπερεισαγγελέας < υπερ- + εισαγγελέας

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.pe.ɾi.saŋ.ɟeˈle.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πε‐ρει‐σαγ‐γε‐λέ‐ας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υπερεισαγγελέας αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr