υφυπουργείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υφυπουργείο τα υφυπουργεία
      γενική του υφυπουργείου των υφυπουργείων
    αιτιατική το υφυπουργείο τα υφυπουργεία
     κλητική υφυπουργείο υφυπουργεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υφυπουργείο μαρτυρείται από το 1887 στην καθαρεύουσα (ὑφυπουργεῖον)[1] < υφυπουργ(ός) + -είο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

υφυπουργείο ουδέτερο

  1. τμήμα ενός υπουργείου που καλύπτει και διαχειρίζεται ένα συγκεκριμένο τομέα με διακριτές αρμοδιότητες
  2. (συνεκδοχικά) το κτήριο που στεγάζονται οι υπηρεσίες του υφυπουργείου

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. σελ. 1062, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου