υψοφοβικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υψοφοβικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
υψοφοβικός, -ή, -ό
- (ψυχιατρική) που έχει φοβία για τα ύψη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υψοφοβικός
|