φαρμακοεπαγρύπνηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φαρμακοεπαγρύπνηση οι φαρμακοεπαγρυπνήσεις
      γενική της φαρμακοεπαγρύπνησης των φαρμακοεπαγρυπνήσεων
    αιτιατική τη φαρμακοεπαγρύπνηση τις φαρμακοεπαγρυπνήσεις
     κλητική φαρμακοεπαγρύπνηση φαρμακοεπαγρυπνήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φαρμακοεπαγρύπνηση < φάρμακ(ο) + -ο- + επαγρύπνηση

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /faɾ.ma.ko.e.paˈɣɾi.pni.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φαρ‐μα‐κο‐ε‐πα‐γρύ‐πνη‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φαρμακοεπαγρύπνηση θηλυκό

  • (νεολογισμός, ιατρική) η επιτήρηση φαρμάκων ή εμβολίων για τις πιθανές παρενέργειες τους
    ※  Κεντρική διαδικασία για την έγκριση κυκλοφορίας φαρμάκων στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κοινοτική εποπτεία και «φαρμακοεπαγρύπνηση» προβλέπει μεταξύ άλλων το σχέδιο Οδηγίας για την αναθεώρηση της φαρμακευτικής νομοθεσίας στο οποίο συμφώνησαν προχθές οι υπουργοί Υγείας της E.E. κατά τη διάρκεια της συνόδου του συμβουλίου υπουργών Υγείας που πραγματοποιήθηκε προχθές στο Λουξεμβούργο. («Φαρμακοεπαγρύπνηση» στην E.E. με σχέδιο οδηγίας, Η Καθημερινή, 4 Ιουνίου 2003)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr