φορμαλιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φορμαλιστής < γαλλική formalist
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φορμαλιστής αρσενικό και η φορμαλίστρια (θηλυκό)
- αυτός που συνειδητά ή ενστικτωδώς τάσσεται υπέρ του φορμαλισμού, υπέρ κυρίως των τύπων και της μορφής παρά της ουσίας σε διάφορους τομείς -τέχνης, θρησκείας κ.λπ.