φορμαλιστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φορμαλιστής οι φορμαλιστές
      γενική του φορμαλιστή των φορμαλιστών
    αιτιατική τον φορμαλιστή τους φορμαλιστές
     κλητική φορμαλιστή φορμαλιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φορμαλιστής < γαλλική formalist

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φορμαλιστής αρσενικό και η φορμαλίστρια (θηλυκό)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]