φτεροσουσούρισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φτεροσουσούρισμα τα φτεροσουσουρίσματα
      γενική του φτεροσουσουρίσματος των φτεροσουσουρισμάτων
    αιτιατική το φτεροσουσούρισμα τα φτεροσουσουρίσματα
     κλητική φτεροσουσούρισμα φτεροσουσουρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φτεροσουσούρισμα < φτερ(ό) + -ο- + σουσούρισμα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fte.ɾo.suˈsu.ɾi.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φτε‐ρο‐σου‐σού‐ρι‐σμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φτεροσουσούρισμα ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]