φυλλοφάγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φυλλοφάγος η φυλλοφάγος
φυλλοφάγα
το φυλλοφάγο
      γενική του φυλλοφάγου της φυλλοφάγου
φυλλοφάγας
του φυλλοφάγου
    αιτιατική τον φυλλοφάγο τη φυλλοφάγο
φυλλοφάγα
το φυλλοφάγο
     κλητική φυλλοφάγε φυλλοφάγε
φυλλοφάγα
φυλλοφάγο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φυλλοφάγοι οι φυλλοφάγοι
φυλλοφάγες
τα φυλλοφάγα
      γενική των φυλλοφάγων των φυλλοφάγων των φυλλοφάγων
    αιτιατική τους φυλλοφάγους τις φυλλοφάγους
φυλλοφάγες
τα φυλλοφάγα
     κλητική φυλλοφάγοι φυλλοφάγοι
φυλλοφάγες
φυλλοφάγα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φυλλοφάγος < φύλλ(ο) + -ο- + -φάγος

Επίθετο[επεξεργασία]

φυλλοφάγος, -ος/-α, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]