φωνακλάδικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φωνακλάδικος η φωνακλάδικη το φωνακλάδικο
      γενική του φωνακλάδικου της φωνακλάδικης του φωνακλάδικου
    αιτιατική τον φωνακλάδικο τη φωνακλάδικη το φωνακλάδικο
     κλητική φωνακλάδικε φωνακλάδικη φωνακλάδικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φωνακλάδικοι οι φωνακλάδικες τα φωνακλάδικα
      γενική των φωνακλάδικων των φωνακλάδικων των φωνακλάδικων
    αιτιατική τους φωνακλάδικους τις φωνακλάδικες τα φωνακλάδικα
     κλητική φωνακλάδικοι φωνακλάδικες φωνακλάδικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φωνακλάδικος < φωνακλ(άς) + -άδικος[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fo.naˈkla.ði.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φω‐να‐κλά‐δι‐κος

Επίθετο[επεξεργασία]

φωνακλάδικος, -η, -ο

  • που φωνάζει συνήθως πολύ δυνατά

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]