φωνακλάδικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φωνακλάδικος < φωνακλ(άς) + -άδικος[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fo.naˈkla.ði.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φω‐να‐κλά‐δι‐κος
Επίθετο[επεξεργασία]
φωνακλάδικος, -η, -ο
- που φωνάζει συνήθως πολύ δυνατά
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φωνακλάδικος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ φωνακλάδικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας