φωτοθάλαμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φωτοθάλαμος < φωτο- (< φως < αρχαία ελληνική φάος / φῶς) + αρχαία ελληνική θάλαμος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fɔ.tɔ.ˈθa.la.mɔs/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φωτοθάλαμος αρσενικό
- (σύνηθες) θάλαμος εμφάνισης, θάλαμος χημικής εμφάνισης αναλογικής φωτογραφίας
- (παρωχημένο) η φωτογραφική κάμερα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φωτοθάλαμος