χαϊδαριώτικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαϊδαριώτικος η χαϊδαριώτικη το χαϊδαριώτικο
      γενική του χαϊδαριώτικου της χαϊδαριώτικης του χαϊδαριώτικου
    αιτιατική τον χαϊδαριώτικο τη χαϊδαριώτικη το χαϊδαριώτικο
     κλητική χαϊδαριώτικε χαϊδαριώτικη χαϊδαριώτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαϊδαριώτικοι οι χαϊδαριώτικες τα χαϊδαριώτικα
      γενική των χαϊδαριώτικων των χαϊδαριώτικων των χαϊδαριώτικων
    αιτιατική τους χαϊδαριώτικους τις χαϊδαριώτικες τα χαϊδαριώτικα
     κλητική χαϊδαριώτικοι χαϊδαριώτικες χαϊδαριώτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαϊδαριώτικος < Χαϊδαριώτ(ης) + -ικος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /xai̯.ðaɾˈʝo.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαϊ‐δα‐ριώ‐τι‐κος

Επίθετο[επεξεργασία]

χαϊδαριώτικος, -η, -ο

  • ο σχετικός με το Χαϊδάρι ή τους κατοίκους του

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]