χεδιβικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χεδιβικός η χεδιβική το χεδιβικό
      γενική του χεδιβικού της χεδιβικής του χεδιβικού
    αιτιατική τον χεδιβικό τη χεδιβική το χεδιβικό
     κλητική χεδιβικέ χεδιβική χεδιβικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χεδιβικοί οι χεδιβικές τα χεδιβικά
      γενική των χεδιβικών των χεδιβικών των χεδιβικών
    αιτιατική τους χεδιβικούς τις χεδιβικές τα χεδιβικά
     κλητική χεδιβικοί χεδιβικές χεδιβικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χεδιβικός < χεδίβ(ης) + -ικός (μαρτυρείται από το 1895)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /çe.ði.viˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χε‐δι‐βι‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

χεδιβικός, -ή, -ό

  • (ιστορία) ο σχετικός με τον χεδίβη
    ※  Ο Άγγλος αρμοστής στο Κάιρο Λόρδος Κρόμερ (Lord Cromer) διαβεβαίωνε τον Έλληνα πολιτικό πράκτορα I. Γρυπάρη ότι η Αγγλία δεν είχε κανένα λόγο να επέμβει, αφού η Θάσος δεν ανήκε στην αιγυπτιακή κυβέρνηση, αλλά αποτελούσε περιουσία της χεδιβικής οικογένειας και το ζήτημα της καταλήψεως θα ρυθμιζόταν με συνεννόηση σουλτάνου-χεδίβη. (Κεκρίδης, Σ. (2000). Ανέκδοτες επιστολές του Ιωάννη Κωνσταντινίδη στον Στέφανο Δραγούμη. Μακεδονικά, 32(1), 39-58.)

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη χεδίβης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.