χειραγωγήσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]χειραγωγήσιμος
- (λόγιο) που μπορεί να χειραγωγηθεί
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χειραγωγήσιμος