χιλιόφωνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
χιλιόφωνος, -η, -ο
- αυτός που περιλαμβάνει χίλιες φωνές
- αυτός που μιλάει ή ακούγεται σαν χίλιες φωνές
- (συνεκδοχικά) αυτός που μιλάει με ανταριασμένη φωνή
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χιλιόφωνος
|