χιλιόφωνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χιλιόφωνος η χιλιόφωνη το χιλιόφωνο
      γενική του χιλιόφωνου της χιλιόφωνης του χιλιόφωνου
    αιτιατική τον χιλιόφωνο τη χιλιόφωνη το χιλιόφωνο
     κλητική χιλιόφωνε χιλιόφωνη χιλιόφωνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χιλιόφωνοι οι χιλιόφωνες τα χιλιόφωνα
      γενική των χιλιόφωνων των χιλιόφωνων των χιλιόφωνων
    αιτιατική τους χιλιόφωνους τις χιλιόφωνες τα χιλιόφωνα
     κλητική χιλιόφωνοι χιλιόφωνες χιλιόφωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χιλιόφωνος < χιλιο- + -φωνος (< φωνή)

Επίθετο[επεξεργασία]

χιλιόφωνος, -η, -ο

  1. αυτός που περιλαμβάνει χίλιες φωνές
  2. αυτός που μιλάει ή ακούγεται σαν χίλιες φωνές
  3. (συνεκδοχικά) αυτός που μιλάει με ανταριασμένη φωνή

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]