χολαργιώτικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χολαργιώτικος η χολαργιώτικη το χολαργιώτικο
      γενική του χολαργιώτικου της χολαργιώτικης του χολαργιώτικου
    αιτιατική τον χολαργιώτικο τη χολαργιώτικη το χολαργιώτικο
     κλητική χολαργιώτικε χολαργιώτικη χολαργιώτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χολαργιώτικοι οι χολαργιώτικες τα χολαργιώτικα
      γενική των χολαργιώτικων των χολαργιώτικων των χολαργιώτικων
    αιτιατική τους χολαργιώτικους τις χολαργιώτικες τα χολαργιώτικα
     κλητική χολαργιώτικοι χολαργιώτικες χολαργιώτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χολαργιώτικος < Χολαργιώτ(ης) + -ικος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /xo.laɾˈʝo.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χο‐λαρ‐γιώ‐τι‐κος

Επίθετο[επεξεργασία]

χολαργιώτικος, -η, -ο

  • ο σχετικός με τον Χολαργό ή τους κατοίκους του

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]