χοντροφτιαγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χοντροφτιαγμένος < χοντρο- και φτιαγμένος
Μετοχή[επεξεργασία]
χοντροφτιαγμένος
- που τον έφτιαξαν χωρίς λεπτομέρειες, δίχως προσοχή και λεπτότητα, χωρίς λεπτοδουλειά, με ελάχιστη επιδεξιότητα