χορηγητικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χορηγητικός η χορηγητική το χορηγητικό
      γενική του χορηγητικού της χορηγητικής του χορηγητικού
    αιτιατική τον χορηγητικό τη χορηγητική το χορηγητικό
     κλητική χορηγητικέ χορηγητική χορηγητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χορηγητικοί οι χορηγητικές τα χορηγητικά
      γενική των χορηγητικών των χορηγητικών των χορηγητικών
    αιτιατική τους χορηγητικούς τις χορηγητικές τα χορηγητικά
     κλητική χορηγητικοί χορηγητικές χορηγητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χορηγητικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

χορηγητικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]