χώνεμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χώνεμα | τα | χωνέματα |
γενική | του | χωνέματος | των | χωνεμάτων |
αιτιατική | το | χώνεμα | τα | χωνέματα |
κλητική | χώνεμα | χωνέματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χώνεμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χώνεμα ουδέτερο
- η διαδικασία και τι αποτέλεσμα που δηλώνει το ρήμα χωνεύω, πέψη
- τήξη μετάλλου· αποτέφρωση, αποσύνθεση ή αφομοίωση υλικών