ψευδοθεός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- ψευδοθεός (καθαρεύουσα) < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ψευδόθεος χωρίς τη μετακίνηση του τόνου σε σύνθεση. Μορφολογικά αναλύεται σε ψευδο- + θεός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψευδοθεός αρσενικό (θηλυκό ψευδοθεά)
- (καθαρεύουσα) συνώνυμο του ψευτοθεός
- 19ος αιώνας:
- ※ Ο ψευδοθεός Ζευς Δίας, τελώντας κάμνωντας γάμους, εφίλευσεν όλα τα ζώα.
- Αισώπου του Φρυγός Βίος και μύθοι, Γαβρίου Ελλήνος Τετράστιχα, Ομήρου Βατραχομυομαχία και Αγαπητού Διακόνου Κεφάλαια παραινετικά, μετάφραση & επιμέλεια “μετά κόπου πολλού χάριν των φιλομαθών πάρα του λογιωτάτου διδασκάλου κυρίου Δαμασκηνού ιερομόναχου Παπά Παναγιωτοπούλου Πελοποννησίου του εκ Δημιτζάνης” (Βενετία, 1815), σ. 66. Στο Google books.gr· πρόσβαση: 2021-11-02.
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- ψευδοθεός για την κοινή νεοελληνική < ψευτοθεός με λόγια επίδραση ψευτο- > ψευδο-, ή μίμηση της καθαρεύουσας σε ειρωνικό ύφος λόγου
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψευδοθεός αρσενικό (θηλυκό ψευδοθεά)
- συνώνυμο του ψευτοθεός
- 21ος αιώνας:
- ※ «Το έργο της Πίστεώς μας είναι έργο μεταμόρφωσης της ιστορίας, από τα είδωλα, το δαιμονικό, την πλησμονή, τις ψευδαισθήσεις, τους ψευδοθεούς, τα ιδεολογικά ψέματα και τα κοινωνικά εγκλήματα, τους μύθους των ανέσεων και των ψευδοπαραδόσεων», ανέφερε σε άλλο σημείο ο κ. Σεραφείμ
- «Μητροπολίτης Πειραιώς κατά του Ισλάμ», kathimerini.gr (30 Μαρτίου 2016)· πρόσβαση: 2021-11-02.
- ※ Προφανώς κάποιοι «δικαιωματιστές» […] αγνοούν ότι η Ελληνική Εθνική Θρησκεία αναγνωρίστηκε […], που σημαίνει ότι ο Δίας θεωρείται θεός -και όχι ψευδοθεός ή μυθικό πρόσωπο- από την ελληνική Πολιτεία[…], που σημαίνει ότι η καθύβρισή του αποτελεί βλασφημία
- «Η Ελληνική Εθνική Θρησκεία διαμαρτύρεται για το “γαμήθηκε ο Δίας” σε σποτ», tribune.gr (18 Μαΐου 2019)· πρόσβαση: 2021-11-02.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψευδοθεός
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (καθαρεύουσα)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (καθαρεύουσα)
- Λέξεις με πρόθημα ψευδο- (καθαρεύουσα)
- Καθαρεύουσα
- Ουσιαστικά (καθαρεύουσα)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)