ψυχοπλάκωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψυχοπλάκωμα < ψυχοπλακώνω + -μα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /psi.xoˈpla.ko.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψυ‐χο‐πλά‐κω‐μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψυχοπλάκωμα ουδέτερο
- ψυχική κατάσταση δυσθυμίας, στενοχώρια και αίσθηση πίεσης, κατάθλιψη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψυχοπλάκωμα