ψᾶφαξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]αιολικός τύπος | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ψαφακ- | ||||||||
ονομαστική | ὁ | ψᾶφαξ | οἱ | ψάφακες | ||||
γενική | τοῦ | ψάφακος | τῶν | ψαφάκων | ||||
δοτική | τῷ | ψάφακῐ | τοῖς | ψάφαξῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | ψάφακᾰ | τοὺς | ψάφακᾰς | ||||
κλητική ὦ! | ψᾶφαξ | ψάφακες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψάφακε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ψαφάκοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψᾶφαξ θηλυκό
- αιολικός τύπος του ψῆφος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'φύλαξ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλαξ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλαξ' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλαξ' προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπερισπώμενες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αιολική διάλεκτος
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)