ωαγωγικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /o.a.ɣo.ʝiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ω‐α‐γω‐γι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]ωαγωγικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ωαγωγικός
|