ύπτιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ύπτιο | τα | ύπτια |
γενική | του | υπτίου & ύπτιου |
των | υπτίων |
αιτιατική | το | ύπτιο | τα | ύπτια |
κλητική | ύπτιο | ύπτια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ύπτιο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ύπτιος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ύπτιο ουδέτερο
- στυλ κολύμβησης στο οποίο οι αθλητές κινούνται συνεχώς ανάσκελα
- (γραμματική) ρηματικό ουσιαστικό αρσενικού γένους της λατινικής γλώσσας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στιλ κολύμβησης
γραμματική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ύπτιο