ἀασμός
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀασμός | οἱ | ἀασμοί |
γενική | τοῦ | ἀασμοῦ | τῶν | ἀασμῶν |
δοτική | τῷ | ἀασμῷ | τοῖς | ἀασμοῖς |
αιτιατική | τὸν | ἀασμόν | τοὺς | ἀασμούς |
κλητική ὦ! | ἀασμέ | ἀασμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀασμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀασμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀασμός < ἀάζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)