ἀασμός
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | ἀασμός | ἀασμώ | ἀασμοί |
Γενική | ἀασμοῦ | ἀασμοῖν | ἀασμῶν |
Δοτική | ἀασμῷ | ἀασμοῖν | ἀασμοῖς |
Αιτιατική | ἀασμόν | ἀασμώ | ἀασμούς |
Κλητική | ἀασμέ | ἀασμώ | ἀασμοί |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀασμός < ἀάζω