ἀντιλογισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀντιλογισμός | οἱ | ἀντιλογισμοί |
γενική | τοῦ | ἀντιλογισμοῦ | τῶν | ἀντιλογισμῶν |
δοτική | τῷ | ἀντιλογισμῷ | τοῖς | ἀντιλογισμοῖς |
αιτιατική | τὸν | ἀντιλογισμόν | τοὺς | ἀντιλογισμούς |
κλητική ὦ! | ἀντιλογισμέ | ἀντιλογισμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀντιλογισμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀντιλογισμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀντιλογισμός < ἀντιλογίζομαι < ἀντί + λόγος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἀντιλογισμός αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)