ἀράχνης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἀ˘ρᾰ(ᾱ)χνα- | |||||
ονομαστική | ὁ | ἀράχνης | οἱ | ἀράχναι | |
γενική | τοῦ | ἀράχνου | τῶν | ἀραχνῶν | |
δοτική | τῷ | ἀράχνῃ | τοῖς | ἀράχναις | |
αιτιατική | τὸν | ἀράχνην | τοὺς | ἀράχνᾱς | |
κλητική ὦ! | ἀράχνη | ἀράχναι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀράχνᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀράχναιν | |||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. Δείτε και το θηλυκό ἀράχνη. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Κρονίδης' όπως «Κρονίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀράχνης < τύπος αρσενικού για το θηλυκό ἀράχνη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀράχνης, -ου αρσενικό, (θηλυκό ἀράχνη)
- (έντομο) αράχνη
- ※ 7ος↑ αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 777 (776-778)
- ἡ δὲ δυωδεκάτη τῆς ἑνδεκάτης μέγ᾽ ἀμείνων· | τῇ γάρ τοι νῇ νήματ᾽ ἀερσιπότητος ἀράχνης | ἤματος ἐκ πλείου, ὅτε τ᾽ ἴδρις σωρὸν ἀμᾶται·
- Μα η δωδέκατη απ᾽ την ενδέκατη πολύ καλύτερη είναι. | Γιατί σ᾽ αυτή γνέθει τα νήματα η αράχνη που ίπταται ψηλά, | όταν η μέρα είναι πλήρης, όταν κι ο γνωστικός μαζεύει το σωρό του.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἡ δὲ δυωδεκάτη τῆς ἑνδεκάτης μέγ᾽ ἀμείνων· | τῇ γάρ τοι νῇ νήματ᾽ ἀερσιπότητος ἀράχνης | ἤματος ἐκ πλείου, ὅτε τ᾽ ἴδρις σωρὸν ἀμᾶται·
- ※ 4ος↑ αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Προβλήματα (αμφίβολο)w 26.61 @scaife.perseus
- Διὰ τί τὰ ἀράχνια τὰ πολλὰ ὅταν φέρηται, πνεύματός ἐστι σημεῖα; πότερον ὅτι ἐργάζεται ὁ ἀράχνης ἐν ταῖς εὐδίαις, φέρεται δὲ διὰ τὸ ψυχόμενον τὸν ἀέρα συνιέναι πρὸς τὴν γῆν, τὸ δὲ ψύχεσθαι ἀρχὴ χειμῶνος· σημεῖον οὖν ἡ φορὰ τῶν ἀραχνίων.
- ※ 4ος↑ αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 9, 1 , p. 307 - @scaife.perseus
- Πόλεμος δὲ καὶ ἀσκαλαβώτῃ καὶ ἀράχνῃ· κατεσθίει γὰρ τοὺς ἀράχνας ὁ ἀσκαλαβώτης.
- ※ 7ος↑ αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 777 (776-778)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ἀράχνης θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- ἀράχνης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀράχνης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'Ἀτρείδης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'Κρονίδης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'Κρονίδης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως τα -ης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Έντομα (αρχαία ελληνικά)
- Ζώα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ησίοδο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αριστοτέλη (αρχαία ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)