ἄλκαρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελλειπτικό ουδέτερο ουσιαστικό
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἄλκαρ
      γενική
      δοτική
    αιτιατική τὸ ἄλκαρ
     κλητική !
ανώμαλη κλίση, - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἄλκαρ < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἄλκαρ ουδέτερο (ελλειπτικό ουσιαστικό μόνο στην ονομαστική και αιτιατική ενικού)

  1. φυλαχτό, άμυνα, προπύργιο
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 644 (644-645)
    οὐδέ τί σε Τρώεσσιν ὀΐομαι ἄλκαρ ἔσεσθαι | ἐλθόντ᾽ ἐκ Λυκίης, οὐδ᾽ εἰ μάλα καρτερός ἐσσι,
    Ουδέ θαρρώ πως στήριγμα θενά ᾽σαι συ των Τρώων, | αν και ανδρειωμένος βοηθός απ᾽ την Λυκίαν ήλθες·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  2. υπεράσπιση, προφύλαξη από κάτι
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 10. Ἱπποκλεῖ Θεσσαλῷ παιδὶ διαυλοδρόμῳ, 52 (52-53) Ed. Bœckh, August. Pindari opera quae supersunt. @books-google
    κώπαν σχάσον, ταχὺ δ᾽ ἄγκυραν ἔρεισον χθονί | πρῴραθε, χοιράδος ἄλκαρ πέτρας.
    Μα τώρα κράτα το κουπί και γρήγορα μπήξε στη γης την άγκυρ᾽ | απ᾽ την πρώρα για ασφάλεια από τις ξέρες τις κρυφές
    Μετάφραση (1958), Ι.Ν. Γρυπάρης, @greek‑language.gr
  3. θεραπευτικό μέσο, φάρμακο

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]