Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἄχερδος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική
ἄχερδος αἱ
οἱ
ἄχερδοι
      γενική τῆς
τοῦ
ἀχέρδου τῶν ἀχέρδων
      δοτική τῇ
τῷ
ἀχέρδ ταῖς
τοῖς
ἀχέρδοις
    αιτιατική τὴν
τὸν
ἄχερδον τὰς
τοὺς
ἀχέρδους
     κλητική ! ἄχερδε ἄχερδοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀχέρδω
γεν-δοτ τοῖν  ἀχέρδοιν
Μεταγενέστερο ως αρσενικό.
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «Ζάκυνθος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἄχερδος < αβέβαιης ετυμολογίας. Συνδέεται με το συνώνυμο ἀχράς.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἄχερδος θηλυκό, αργότερα αρσενικό

  1. (δέντρο, φρούτο) η αγριαχλαδιά, αγριαπιδιά Pyrus amygdaliformis, αλλιώς Pyrus spinosa ή ο καρπός της, το αγριαχλάδι, αγριάπιδο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]