ἐξοικείωσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐξοικείωσῐς αἱ ἐξοικειώσεις
      γενική τῆς ἐξοικειώσεως τῶν ἐξοικειώσεων
      δοτική τῇ ἐξοικειώσει ταῖς ἐξοικειώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἐξοικείωσῐν τὰς ἐξοικειώσεις
     κλητική ! ἐξοικείωσῐ ἐξοικειώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐξοικειώσει
γεν-δοτ τοῖν  ἐξοικειωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐξοικείωσις (ελληνιστική κοινή): μετάφραση για τη λατινική emancipatio. Μορφολογικά αναλύεται σε < ἐξοικειόω / ἐξοικειῶ + -σις • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   <! -- (μεταφραστικό δάνειο) λατινική emancipatio -->

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἐξοικείωσις θηλυκό

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]