ἦτορ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἦτορ < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἦτορ, -ορος ουδέτερο, (ελλειπτικό ουσιαστικό) (μόνο στην ονομαστική και αιτιατική στον Όμηρο, Ησίοδο και Πίνδαρο, και στη δοτική στον Σιμωνίδη)

  1. (ανατομία) η καρδιά, ως όργανο του ανθρώπινου σώματος
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 22 (Χ. Ἕκτορος ἀναίρεσις.), στίχ. 452 (451-453)
    ἐν δ᾽ ἐμοὶ αὐτῇ | στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα, νέρθε δὲ γοῦνα | πήγνυται· ἐγγὺς δή τι κακὸν Πριάμοιο τέκεσσιν.
    η καρδιά στο στήθος μου σπαράζει | κατά το στόμα· επέτρωσαν τα γόνατά μου κάτω· | κάτι κακόν είναι κοντά στα τέκνα του Πριάμου.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  2. (ανατομία) η καρδιά, ως η έδρα της ψυχής, της ζωής
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 250 (249-250)
    ἀλλ᾽ ἄγε δὴ χαζώμεθ᾽ ἐφ᾽ ἵππων, μηδέ μοι οὕτω | θῦνε διὰ προμάχων, μή πως φίλον ἦτορ ὀλέσσῃς.»
    Κι έλα στ᾽ αμάξι ανάμερα μ᾽ εμέ και στους προμάχους | μη τόσο μου λυσσομανάς, μη χάσεις την ζωήν σου».
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  3. (ανατομία) η καρδιά, ως η έδρα των συναισθημάτων (π.χ. χαρά, λύπη, οργή, δυσαρέσκεια) και των επιθυμιών
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 3 (Γ. Ὅρκοι. Τειχοσκοπία. Ἀλεξάνδρου καὶ Μενελάου μονομαχία.), στίχ. 31 (30-32)
    Τὸν δ᾽ ὡς οὖν ἐνόησεν Ἀλέξανδρος θεοειδὴς | ἐν προμάχοισι φανέντα, κατεπλήγη φίλον ἦτορ, | ἂψ δ᾽ ἑτάρων εἰς ἔθνος ἐχάζετο κῆρ᾽ ἀλεείνων.
    Και ο θεϊκός Αλέξανδρος άμ᾽ είδε αυτόν που εφάνη | μες στους προμάχους, η καρδιά του εσπάραξε στα στήθη | και να σωθεί εσύρθηκε στην μέση των συντρόφων.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 188 (188-189)
    Ὣς φάτο· Πηλεΐωνι δ᾽ ἄχος γένετ᾽, ἐν δέ οἱ ἦτορ | στήθεσσιν λασίοισι διάνδιχα μερμήριξεν,
    Τα λόγια τούτα επλήγωσαν τα σπλάχνα του Αχιλλέως | κι έστρεψε δύο στοχασμούς μες στα δασιά του στήθη·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]