ἰγδίον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἰγδίον | τὰ | ἰγδίᾰ | ||||
γενική | τοῦ | ἰγδίου | τῶν | ἰγδίων | ||||
δοτική | τῷ | ἰγδίῳ | τοῖς | ἰγδίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | ἰγδίον | τὰ | ἰγδίᾰ | ||||
κλητική ὦ! | ἰγδίον | ἰγδίᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἰγδίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἰγδίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἰγδίον < ἴγδ(ις) + υποκοριστικό επίθημα -ίον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἰγδίον ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) γουδί
- ※ εἰ δὲ ὕδωρ μὴ ἔχει τὸ ἰγδίον, ὑποστρέφουσιν οἱ σίκυοι, καὶ ὑποκαμφθήσονται. (Γεωπονικά, 12, 19, 5, 5)
[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- και στην καθαρεύουσα το γουδί
- ※ […] αφού επί πολύ διάστημα της ημέρας κατέτριβεν εις το ιγδίον τα φάρμακα τα προωρισμένα διά την ευεξίαν του σώματος, είχε την γενναιότητα να κατατρίβη κατόπιν τας λοιπάς του ώρας εις την ανάγνωσιν μυθιστορημάτων […] (Χαράλαμπος Άννινος, Αττικαί ημέραι)
Πηγές[επεξεργασία]
- ἰγδίον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'τέκνον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τέκνον' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ουδέτερα παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τέκνον' παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ίον (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Καθαρεύουσα από την ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά από την ελληνιστική κοινή (καθαρεύουσα)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)