ἰγδίον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
↓ πτώσεις       ενικός         ενικός     πληθυντικός  
λόγια κλίση δημώδεις τύποι
ονομαστική τὸ ἰγδίον ἰγδί(ν) τὰ ἰγδία
      γενική τοῦ ἰγδίου τῶν ἰγδίων
      δοτική τῷ ἰγδί τοῖς ἰγδίοις
    αιτιατική τὸ ἰγδίον ἰγδί(ν) τὰ ἰγδία
     κλητική ! ἰγδίον ἰγδία
Δείτε και τον δημώδη τύπο γδί.
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἰγδίον, λέξη του 7ου αιώνα που αναφέρεται και ως «ελληνιστική»[1] < αρχαία ελληνική ἴγδις (θηλυκό)   + υποκοριστικό επίθημα -ίον
ΑΠΟΓΟΝΟΙ → δείτε γδί νέα ελληνικά: γουδί με ανάπτυξη [u]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἰγδίον ουδέτερο

  • (λόγιο) το γουδί
    χρειάζεται παράθεμα 7ος αιώνας - Παῦλος Αἰγινήτης, 3.59 CMG Corpus Medicorum Graecorum
    ※  Γεωπονικά, συλλογή του 10ου αιώνα, 12, 19, 5, 5 - κείμενα 7ου αιώνα
    εἰ δὲ ὕδωρ μὴ ἔχει τὸ ἰγδίον, ὑποστρέφουσιν οἱ σίκυοι, καὶ ὑποκαμφθήσονται.
    ※  13ος αιώνας - Δημήτριος Κωνσταντινοπολίτης [Πεπαγωμένος], Περί της των ιεράκων ανατροφής τε και θεραπείας (Ιερακοσόφιον)
    τρίψας και λειώσας ἐν ἰγδίῳ
    [αφού] τρίψεις και λιώσεις σε γουδί

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. γουδί - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.