ἰγδίον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἰγδίον τὰ ἰγδί
      γενική τοῦ ἰγδίου τῶν ἰγδίων
      δοτική τῷ ἰγδί τοῖς ἰγδίοις
    αιτιατική τὸ ἰγδίον τὰ ἰγδί
     κλητική ! ἰγδίον ἰγδί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἰγδίω
γεν-δοτ τοῖν  ἰγδίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἰγδίον < ἴγδ(ις) + υποκοριστικό επίθημα -ίον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἰγδίον ουδέτερο

  • (ελληνιστική κοινή) γουδί
    ※  εἰ δὲ ὕδωρ μὴ ἔχει τὸ ἰγδίον, ὑποστρέφουσιν οἱ σίκυοι, καὶ ὑποκαμφθήσονται. (Γεωπονικά, 12, 19, 5, 5)

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • και στην καθαρεύουσα το γουδί
    ※  […] αφού επί πολύ διάστημα της ημέρας κατέτριβεν εις το ιγδίον τα φάρμακα τα προωρισμένα διά την ευεξίαν του σώματος, είχε την γενναιότητα να κατατρίβη κατόπιν τας λοιπάς του ώρας εις την ανάγνωσιν μυθιστορημάτων […] (Χαράλαμπος Άννινος, Αττικαί ημέραι)

Πηγές[επεξεργασία]