ἱμάσθλη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἱμάσθλη αἱ ἱμάσθλαι
      γενική τῆς ἱμάσθλης τῶν ἱμασθλῶν
      δοτική τῇ ἱμάσθλ ταῖς ἱμάσθλαις
    αιτιατική τὴν ἱμάσθλην τὰς ἱμάσθλᾱς
     κλητική ! ἱμάσθλη ἱμάσθλαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἱμάσθλ
γεν-δοτ τοῖν  ἱμάσθλαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἱμάσθλη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἱμάσθλη, -ης θηλυκό

  1. μαστίγιο
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 43 ((43-46))
    χρυσὸν δ᾽ αὐτὸς ἔδυνε περὶ χροΐ, γέντο δ᾽ ἱμάσθλην | χρυσείην εὔτυκτον, ἑοῦ δ᾽ ἐπεβήσετο δίφρου, | μάστιξεν δ᾽ ἐλάαν· τὼ δ᾽ οὐκ ἀέκοντε πετέσθην | μεσσηγὺς γαίης τε καὶ οὐρανοῦ ἀστερόεντος.
    ολόχρυσ᾽ άρματα και αυτός εζώσθηκε κι επήρε | χρυσήν ωραία μάστιγα και ανέβηκε στον θρόνον | κι εράβδισε να κινηθούν και πρόθυμα επετούσαν | τ΄ άλογ᾽ ανάμεσα στην γην και τ᾽ ουρανού τ᾽ αστέρια.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 13 (ν. Ὀδυσσέως ἀπόπλους παρὰ Φαιάκων καὶ ἄφιξις εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 82 ((81-85))
    ἡ δ᾽, ὥς τ᾽ ἐν πεδίῳ τετράοροι ἄρσενες ἵπποι, | πάντες ἅμ᾽ ὁρμηθέντες ὑπὸ πληγῇσιν ἱμάσθλης | ὑψόσ᾽ ἀειρόμενοι ῥίμφα πρήσσουσι κέλευθον, | ὣς ἄρα τῆς πρύμνη μὲν ἀείρετο, κῦμα δ᾽ ὄπισθε | πορφύρεον μέγα θῦε πολυφλοίσβοιο θαλάσσης.
    Πώς, στον κάμπο πέρα, άλογα τέσσερα, ζεμένα στον έναν τους ζυγό, | όλα μαζί κινούν, στον χτύπο υπάκουα της μάστιγας, | κι ορθώνουν τα πόδια τους ψηλά, για να τελειώσουν γρήγορα τον δρόμο τους· | παρόμοια ορθώνονταν κι η καραβίσια πρύμνη, ενώ το κύμα, | πορφυρό και μέγα, φούσκωνε πίσω της την αφρισμένη θάλασσα.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  3ος πκε αιώνας Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 3.1153, @scaife.perseus
    καί ῥʼ ἑτέρῃ μὲν χειρὶ λάβʼ ἡνία, τῇ δʼ ἄρʼ ἱμάσθλην
  2. (μεταφορικά) πηδάλιο πλοίου
  3. (ελληνιστική σημασία) (γενικότερα) λουρί

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]