ὁλογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
![]() |
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁλογραφία | ὁλογραφία | ὁλογραφῖαι |
Γενική | ὁλογραφίας | ὁλογραφίαιν | ὁλογραφιῶν |
Δοτική | ὁλογραφίᾳ | ὁλογραφίαιν | ὁλογραφίαις |
Αιτιατική | ὁλογραφίαν | ὁλογραφία | ὁλογραφίας |
Κλητική | ὁλογραφία | ὁλογραφία | ὁλογραφῖαι |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ὁλογραφία < αρχαία ελληνική ὅλος + γράφω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ὁλογραφία θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) διαθήκη που γράφτηκε εξ ολοκλήρου με το χέρι του διαθέτη