Μετάβαση στο περιεχόμενο

ῥόμος

Από Βικιλεξικό
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ῥόμος οἱ ῥόμοι
      γενική τοῦ ῥόμου τῶν ῥόμων
      δοτική τῷ ῥόμ τοῖς ῥόμοις
    αιτιατική τὸν ῥόμον τοὺς ῥόμους
     κλητική ! ῥόμε ῥόμοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥόμω
γεν-δοτ τοῖν  ῥόμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ῥόμος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ῥόμος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]