Μετάβαση στο περιεχόμενο

Bund

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Bund die Bünde
γενική des Bundes
Bunds
der Bünde
δοτική dem Bund
Bunde
den Bünden
αιτιατική den Bund die Bünde

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bʊnt/
 
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: Bund

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Bund (de) αρσενικό

  1. η ομοσπονδία
  2. η συμμαχία

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Τα σύνθετα χρησιμοποιούν το πρώτο συνθετικό Bundes-:



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Bund < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Bund αρσενικό ή θηλυκό

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023