Bund
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Bund | die | Bünde |
γενική | des | Bundes Bunds |
der | Bünde |
δοτική | dem | Bund Bunde |
den | Bünden |
αιτιατική | den | Bund | die | Bünde |
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /bʊnt/
- ⓘ
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Bund
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Bund (de) αρσενικό
- η ομοσπονδία
- η συμμαχία
Σύνθετα
[επεξεργασία]Τα σύνθετα χρησιμοποιούν το πρώτο συνθετικό Bundes-:
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Bund < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Bund αρσενικό ή θηλυκό