Krieg
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Krieg | die | Kriege |
γενική | des | Kriegs Krieges |
der | Kriege |
δοτική | dem | Krieg Kriege |
den | Kriegen |
αιτιατική | den | Krieg | die | Kriege |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Krieg (de) αρσενικό
- ο πόλεμος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- kriegen
- Krieger
- Kriegerdenkmal
- kriegerisch
- Kriegführung
- Kriegsdienstverweigerer
- Kriegserklärung
- Kriegsfuß
- Kriegsgefangene
- Kriegsgefangenschaft
- Kriegsgericht
- Kriegspfad
- Kriegsrat
- Kriegsrecht
- Kriegsschauplatz
- Kriegsschiff
- Kriegsverbrecher
- Kriegsversehrte
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Krieg αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Krieg < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Krieg αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [3]
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Krieg < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Krieg αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [4]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά αρσενικά (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
- Κύρια ονόματα (γερμανικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (γερμανικά)
- Κύρια ονόματα (ιταλικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (ιταλικά)
- Κύρια ονόματα (σουηδικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (σουηδικά)