Mord
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Mord | die | Morde |
γενική | des | Mords Mordes |
der | Morde |
δοτική | dem | Mord Morde |
den | Morden |
αιτιατική | den | Mord | die | Morde |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Mord (de) αρσενικό