Nagel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | der Nagel | die Nägel |
γενική | des Nagels | der Nägel |
δοτική | dem Nagel | den Nägel |
αιτιατική | den Nagel | die Nägel |
Nagel (de) αρσενικό