Not
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Not | die | Nöte |
γενική | der | Not | der | Nöte |
δοτική | der | Not | den | Nöten |
αιτιατική | die | Not | die | Nöte |
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Not (de) θηλυκό
Σύνθετα
[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Not < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Not αρσενικό ή θηλυκό