Ochse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Ochse | die | Ochsen |
γενική | des | Ochsen | der | Ochsen |
δοτική | dem | Ochsen | den | Ochsen |
αιτιατική | den | Ochsen | die | Ochsen |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Ochse (de) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) βόδι
- (υβριστικός χαρακτηρισμός) χαζός, ηλίθιος
- Du Ochse!