Offizier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Offizier | die | Offiziere |
γενική | des | Offiziers | der | Offiziere |
δοτική | dem | Offizier | den | Offizieren |
αιτιατική | den | Offizier | die | Offiziere |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Offizier < (άμεσο δάνειο) γαλλική officier < μεσαιωνική λατινική officiarius [1] [2]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɔfiˈt͡siːɐ̯/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Offizier (de) αρσενικό (θηλυκό Offizierin)
- (στρατιωτικός όρος) ο αξιωματικός
- (σκάκι) οποιοδήποτε από το πιόνια, που δεν είναι ο στρατιώτης
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Offizier στη γερμανική Βικιπαίδεια
Αναφορές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά αρσενικά (γερμανικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (γερμανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
- Στρατιωτικοί όροι (γερμανικά)
- Σκάκι (γερμανικά)