Salz
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Salz | die | Salze |
γενική | des | Salzes | der | Salze |
δοτική | dem | Salz Salze |
den | Salzen |
αιτιατική | das | Salz | die | Salze |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Salz (de) ουδέτερο