Salz

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Salz die Salze
γενική des Salzes der Salze
δοτική dem Salz
Salze
den Salzen
αιτιατική das Salz die Salze

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Salz (de) ουδέτερο

  1. (χωρίς πληθυντικό) αλάτι, μαγειρικό άλας
  2. άλας (η χημική ένωση)

Εκφράσεις[επεξεργασία]


Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Salz αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]