Μετάβαση στο περιεχόμενο

Tal

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: tal
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Tal die Täler
γενική des Tales
Tals
der Täler
δοτική dem Tal
Tale
den Tälern
αιτιατική das Tal die Täler

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Tal < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική tal < παλαιά άνω γερμανική tal < πρωτογερμανική *dalą < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰol- / *dʰel- (τόξο, αψίδα, καμπυλότητα, κοιλότητα)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /taːl/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Tal (de) ουδέτερο

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Tal - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).
  • Tal - Duden online.



Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Tal (sv) αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden