Tal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Tal | die | Täler |
γενική | des | Tales Tals |
der | Täler |
δοτική | dem | Tal Tale |
den | Tälern |
αιτιατική | das | Tal | die | Täler |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Tal (de) ουδέτερο
Φινλανδικά (fi)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Tal < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Tal αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- Finnish Digital and Population Information Agency, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, ενημέρωση δημοτολογίου μέχρι τις 31/7/2023 [1], φύλλο Miehet kaikki
Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Tal < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Tal αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [2]