Tal
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Tal | die | Täler |
γενική | des | Tales Tals |
der | Täler |
δοτική | dem | Tal Tale |
den | Tälern |
αιτιατική | das | Tal | die | Täler |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Tal < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική tal < παλαιά άνω γερμανική tal < πρωτογερμανική *dalą < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰol- / *dʰel- (τόξο, αψίδα, καμπυλότητα, κοιλότητα)
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Tal (de) ουδέτερο
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]- Thal ('απαρχαιωμένη γραφή)
Σύνθετα
[επεξεργασία]- -tal (τοπωνύμια) Γερμανικές λέξεις με επίθημα -tal στο Βικιλεξικό όπως Joachimstal
- Joachimsthaler
- Sankt Joachimsthal στο αγγλικό Βικιλεξικό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- Tal - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).
- Tal - Duden online.
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Tal (sv) αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά ουδέτερα (γερμανικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά άνω γερμανικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (γερμανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
- Γεωγραφία (γερμανικά)
- Κύρια ονόματα (σουηδικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (σουηδικά)