Zeug
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Zeug | die | Zeuge |
γενική | des | Zeugs Zeuges |
der | Zeuge |
δοτική | dem | Zeug Zeuge |
den | Zeugen |
αιτιατική | das | Zeug | die | Zeuge |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Zeug (de) ουδέτερο