anxious

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός anxious
συγκριτικός more anxious
υπερθετικός most anxious

Ετυμολογία [επεξεργασία]

anxious < λατινική anxius < ango

Επίθετο[επεξεργασία]

anxious (en)

  1. ανήσυχος, έχω άγχος, αγωνιώδης, ανησυχώ, που χαρακτηρίζεται από αγωνία ή την προκαλεί
    Economists are anxious due to the economic crisis.
    Οι οικονομολόγοι είναι ανήσυχοι εξαιτίας της οικονομικής κρίσης.
    Why are you anxious?
    Γιατί έχεις άγχος;
    an anxious effort/pursuit/wait - αγωνιώδης προσπάθεια/καταδίωξη/αναμονή
    I am anxious about his safety.
    Ανησυχώ για την ασφάλειά του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη nervous
  2. ανυπόμονος, έχω ανυπομονησία
    an anxious look - μια ανυπόμονη ματιά
    I am very anxious to learn the results.
    Έχω μεγάλη ανυπομονησία να μάθω τα αποτελέσματα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη enthusiastic

Πηγές[επεξεργασία]