bagatelle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bagatelle | bagatelles |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bagatelle (en)
- πράγμα μικρής αξίας και χρησιμότητας
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- bagatelle < ιταλική bagatello, ταχυδακτυλουργία
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bagatelle (fr) θηλυκό
- πράγμα μικρής αξίας και χρησιμότητας
- Il dépense tout son argent en bagatelles.
- Il m’a fait présent de quelques bagatelles.
- (κατʼ επέκταση) πράγματα με μικρότερη σημασία απ' ό,τι μερικοί τους αποδίδουν
- Il ne s’amuse qu’à des bagatelles.
- Il ne dit, il ne conte que des bagatelles.
- La moindre bagatelle suffit pour le divertir.
- S’amuser à la bagatelle, s’occuper de toute autre chose que de ses devoirs.
- Vous voilà bien embarrassé pour une bagatelle.
- Ils se sont brouillés pour une bagatelle.
- Ma blessure n’est qu’une bagatelle en comparaison de celle qu’il a reçue.
- Les bagatelles de la porte λέγεται για την πρόσκληση που κάνουν στο κοινό για να μπει σε ένα θέαμα
- S’amuser aux bagatelles de la porte, χάνω τον καιρό μου σε δευτερεύοντα πράγματα αντί να ασχολούμαι με τα κυριότερα
- (οικείο) συνουσία· έρωτας
- Aimer la bagatelle, ne songer qu’à la bagatelle, n’être occupé que d’amourettes.
- επιφώνημα που εκφράζει την αμφιβολία, την αβεβαιότητα, ή την αδιαφορία απέναντι σε μια απειλή
- Il prétend qu’il me fera un procès : bagatelle !
- Il me maltraitera, dites-vous : bagatelle !
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
bagatelle στη γαλλική Βικιπαίδεια