blank
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | blank |
συγκριτικός | blanker / more blank |
υπερθετικός | blankest / most blank |
blank (en)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
blank | blanks |
blank (en)
- κενό σε ένα έντυπο που πρέπει να συμπληρωθεί
- ⮡ The manuscript has many blanks.
- Το χειρόγραφο παρουσιάζει πολλά κενά
- ⮡ The manuscript has many blanks.
- η κατάσταση κατά την οποία το μυαλό μας έχει κάνει στάση
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | blank |
γ΄ ενικό ενεστώτα | blanks |
αόριστος | blanked |
παθητική μετοχή | blanked |
ενεργητική μετοχή | blanking |
blank (en)
- αγνοώ κάποιον τελείως
- δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτα