chétif
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | chétif | chétifs |
θηλυκό | chétive | chétives |
Επίθετο[επεξεργασία]
chétif (fr)
- καχεκτικός, αδύναμος
- ≈ συνώνυμα: chiche, débile, faible, maigrichon, maladif, malingre, rachitique
- ≠ αντώνυμα: autoritaire, fort, robuste, costaud, solide, vigoureux
- ισχνός, ασήμαντος, κακός