Ανθούσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ανθούσα οι Ανθούσες
      γενική της Ανθούσας των Ανθουσών
    αιτιατική την Ανθούσα τις Ανθούσες
     κλητική Ανθούσα Ανθούσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ανθούσα < ανθούσα < ανθίζω, ανθώ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /anˈθu.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αν‐θού‐σα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ανθούσα θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. ονομασία οικισμών της Ελλάδας
  3. προσωνυμία της Κωνσταντινούπολης, η οποία αποδόθηκε από τον Στέφανο τον Βυζάντιο λόγω της άνθισης των τεχνών και των γραμμάτων στην πόλη

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]